Tuesday, November 28, 2006

μαζεύοντας εικόνες και ήχους για να μεταφερθούν αλλού
Ανάμεσα σε βενζινάδικα, «υπερσύγχρονα» συνεργεία αυτοκινήτων, εργοστάσια και ό,τι άλλο μπορεί να συναντήσει κανείς στην έξοδο μιας πόλης, από τη μια πλευρά και σε μικρά θερμοκήπια, κοτέτσια και χωράφια από την άλλη, ζει ένας ξένος, για αυτή την περιοχή, τόπος. Έξοδος από τον κεντρικό δρόμο , μια πινακίδα δεξιά οδηγεί στον οικισμό «άσπρες πεταλούδες», πέντε μέτρα πιο πέρα μία μικρή ανηφόρα με πάει σε μία άδεια αλάνα. Είναι άδεια; Όχι, είναι γεμάτη από ίχνη. Οι χαρακιές αυτές στο πρόσωπο της αλάνας μαρτυρούν την ύπαρξη ζωής σε αυτόν τον τόπο.

Ακούγεται μία κοριτσίστικη φωνή γεμάτη αγωνία, φόβο και προσπάθεια: «Μπαμπά μη με αφήσεις». Φαίνεται ένα μικρό ροζ ποδήλατο. Οι ρόδες του ποδηλάτου ακολουθούν τις χαρακιές, μπαίνουν μέσα τους και χάνονται. Μένω μόνη μου, ακόμα και οι ήχοι από το δρόμο έχουν χαθεί.
Στα δεξιά μου βρίσκεται ένα ιστορικό νεκροταφείο της πόλης. Σκουριασμένα βαγόνια - επιτύμβιες στήλες στέκονται πάνω από νεκρές διαδρομές. Εμπορικά βαγόνια, βαγόνια- πλατφόρμες, έχουν να πουν πολλές ιστορίες για την εποχή που έζησαν για τις διαδρομές που έκαναν, για τα πράγματα και τους ανθρώπους που μετέφεραν. Νιώθω να θέλουν να επικοινωνούν μαζί μου.

Πάνω σε ένα κλειστό εμπορικό βαγόνι υπάρχει η επιγραφή: 18

ΜΟΝΟ ΓΙΑ

ΤΕΥΤΛΑ

Υπήρχαν στην πόλη τεύτλα; Μήπως τα έφερναν από αλλού;

Ένα άλλο βαγόνι μας δίνει τις διαστάσεις του και τη χωρητικότητά του: 35,3 m 2 4,29 m 21,340 kg 32,2 t

Πάνω σε άλλο υπάρχει ένα πινακάκι με αριθμούς

n

t

aa 3

16

bb 5

23

cc 8,5

39

Κάποια βαγόνια είχαν πάνω τους και κάποια αναθήματα, αφιερώματα που έχουν αφήσει περαστικοί, σημειωμένα με άσπρη μπογιά ή κιμωλία: «ΚΑΛΟ» «ΜΕΖΟΥΡΛΟΣ» «ΠΛΗΡΕΣ».
Πίσω από τα εμπορικά βαγόνια σε άλλη σιδηροδρομική γραμμή υπήρχαν κάποια βαγόνια που έμοιαζαν με τεράστια χωνιά. Γνωρίζοντας ότι η πόλη ε
ίχε στο παρελθόν εμπορικές συναλλαγές, με χώρες της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής, σε σιτηρά, πιθανά αυτά τα βαγόνια να μετέφεραν σιτηρά από τον τόπο παραγωγής τους στο σιλό του εμπορικού προβλήτα του λιμανιού, όπου αποθηκεύονταν και στέλνονταν με πλοία στις χώρες αυτές.
Περίπου πενήντα βήματα πιο νότια και δύο σιδηροδρομικές γραμμές πιο δυτικά αναπαύονται ξύλινες πλατφόρμες πάνω σε σιδερένιες βάσεις. Έχει αρχίσει να σουρουπώνει και το πρόγραμμα ξεκινάει. Πρώτη βγαίνει στην πλατφόρμα - σκηνή μία καλλίγραμμη χορεύτρια με πολλά μεταλλικά στεφάνια. Με αρμονικές κινήσεις μπλέκεται με τα στεφάνια, περνάει ανάμεσά τους, χορεύει μαζί τους υπό τη μουσική του Eric James. Μετά είναι η σειρά του μάγου- εμφανίζει και εξαφανίζει από τα μανίκια του διάφορα πράγματα, μαντίλια, σημαιάκια κ.α. Τέλος η σειρά τον ακροβατών. Τρεις ακροβάτες σχηματίζουν μια πυραμίδα, και ένας μόνος του δίπλα απ’ την σκηνή στέκεται για πολλή ώρα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια προς τον ουρανό. Η πλατφόρμα – σκηνή κινείται και αρχίζει το ταξίδι της για άλλους τόπους. Βραδιάζει για τα καλά και οι προβολείς ανάβουν. Πάνω σε άλλη πλατφόρμα - σκηνή ανεβαίνουν αρλεκίνοι με πολύχρωμες στολές και αρχίζουν τη παντομίμα.

Δίπλα τους πάνω σε ένα λευκό πανί προβάλλεται η προσπάθειά μου να ισορροπήσω σε κρεμασμένα σκοινιά.

Το σφύριγμα μιας καινούριας αμαξοστοιχίας που περνά τριάντα μέτρα δίπλα προσκαλεί το τσίρκο να ταξιδέψει μαζί της. Όλα εξαφανίζονται, οι αρλεκίνοι, το πανί, οι προβολείς, το σκοτάδι. Μένω πάλι μόνη μου και συνεχίζω την εξερεύνηση.


Οι σιδηροδρομικές γραμμές σταματούν στην αλάνα, αλλά από πού ξεκινούν; Από τον σταθμό; Από το λιμάνι; Αποφασίζω να τις ακολουθήσω. Πλησιάζοντας βλέπω ανάμεσα στις ράγες, πάνω στους μεταλλικούς στρωτήρες, μία χρονολογία ‘1926’ πιο κάτω άλλη μία ‘1929’ και ξανά ‘1926’, είναι οι χρονολογίες γέννησής τους.

Πιο κάτω, προς το λιμάνι, συναντώ επιβατικά βαγόνια. Απ’ έξω στολισμένα με χρώματα, συνθήματα, ζωγραφιάς και γκράφιτι. κάποιοι είδαν έναν άδειο καμβά, ένα tabula raza, πάνω στο οποίο διηγήθηκαν τις δικές τους ιστορίες, ανησυχίες και όνειρα. Ένα βαγόνι με προκαλεί, μου λέει « Δείτε από πίσω» - κι άλλες ιστορίες.

Πάνω σε ένα βαγόνι είναι γραμμένη τυπικά και επίσημα η λέξη ΜΟΥΣΕΙΟ. Αρχικά μου φάνηκε πολύ όμορφο να ορίσεις αυτόν τον τόπο ως υπαίθριο μουσείο. Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο που είχα διαβάσει σε τοπική εφημερίδα για το καινούριο μουσείο του ΟΣΕ . Άρχισα να κάνω διάφορες σκέψεις: Πώς είναι δυνατόν να βγάλουν αυτά τα βαγόνια από εδώ; Ανήκουν σε αυτόν τον τόπο. Τι μπορεί να δείξουν, να πουν κανδυό βαγόνια μέσα σε ένα κτίριο; Δεν μπορούν να σβήσουν την ιστορία τους. Ακόμα κι αν τα βάψουν η σκουριά που υπάρχει πάνω τους δεν μπορεί να φύγει.

Στο εσωτερικό των επιβατικών βαγονιών είναι φανερή η εγκατάλειψή τους. Σπασμένες πόρτες, αναποδογυρισμένα καθίσματα, επιγραφές σε μια γλώσσα που δεν υπάρχει πια, κουμπιά και μοχλοί που δεν κάνουν τίποτα πια, απλά υπάρχουν.

Συνεχίζοντας το ταξίδι μου μέτρησα πάνω από τις ράγες τρεις μικρές πεζογέφυρες. Συνάντησα δύο περαστικούς που διέσχισαν γρήγορα τη τελευταία. Φάνηκαν τρία σώματα να κρέμονται από τη γέφυρα. Όχι δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν τρεις μαριονέτες που περιμένουν. Τις χαιρέτησα και έφτασα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ένα τραίνο ήταν έτοιμο για αναχώρηση, έμπαιναν βιαστικοί οι επιβάτες κρατώντας βαλίτσες ή μικρά παιδιά στα χέρια τους. Η ώρα ήταν 15:20.

Ο τόπος αυτός είναι ένας μνημειακός χώρος της πόλης, μιας πόλης που ζει με τα φαντάσματά της. Παλιά καρνάγια, ερειπωμένα εργοστάσια, εγκαταλελλειμένες σιδηροδρομικές γραμμές…Μερικές φορές μπορεί να νιώσεις τη σκουριά να σε τρυπάει και να μπαίνει μέσα σου και τότε γίνεσαι ένα με τον τόπο.

Tuesday, November 14, 2006

07/11-13/11 lettersquat, V.Herzog, paideia maxhs, arkas, La Rage

31/10 - 06/11 Vama, www.greekarchitacts.gr, G. Retzio, "E", M.plus


Sunday, November 12, 2006


Μία πόλη που ζει με τα φαντάσματά της.
Παλιά καρνάγια, ερειπωμένα εργοστάσια, εγκαταλελλειμένες σιδηροδρομικές γραμμές...
Μερικές φορές μπορεί να νιώσεις τη σκουριά να σε τρυπάει και να μπένει μέσα σου και τότε γίνεσαι ένα με τον τόπο.